- ἀρουραῖα
- ἀρουραῖοςofneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀρουραία — ἀρουραί̱ᾱ , ἀρουραῖος of fem nom/voc/acc dual ἀρουραί̱ᾱ , ἀρουραῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπορία — η (ΑΜ εὐπορία) [εύπορος] το να υπάρχει επάρκεια ή αφθονία πόρων για άνετη ζωή, η οικονομική ευμάρεια νεοελλ. μσν. η εξασφάλιση σε κάποιον τών πόρων για την άνετη διαβίωσή του («ευπορίας ευεργέτημα») μσν. αρχ. η ευκολία να βρει κάποιος κάτι, το να … Dictionary of Greek
λυκόχορτο — το κοινή ονομασία τού φυτού άγχουσα η αρουραία … Dictionary of Greek
πανσές — (βιόλα η κηπαία). Καλλωπιστικό φυτό εξαιρετικά διαδεδομένο. Άγριος πρόγονος του π. είναι η βιόλα τρίχρους η αρουραία, που φυτρώνει μόνη της στην κεντρική Ευρώπη και στην Ασία και υπάγεται στην οικογένεια των βιολιδών (δικοτυλήδονα)· είναι πόα… … Dictionary of Greek
σίναπι — Όνομα με το οποίο είναι γνωστά τα φυτά σίναπις η λευκή και σίναπις η μελάνη, που ανήκουν στην οικογένεια των Σταυρανθών ή Κρουτσιφόρων (δικοτυλήδονα) και είναι πόες άγριες και κοινές, ακόμα και στα ακαλλιέργητα εδάφη των εύκρατων περιοχών. Η… … Dictionary of Greek
σινάπι — Όνομα με το οποίο είναι γνωστά τα φυτά σίναπις η λευκή και σίναπις η μελάνη, που ανήκουν στην οικογένεια των Σταυρανθών ή Κρουτσιφόρων (δικοτυλήδονα) και είναι πόες άγριες και κοινές, ακόμα και στα ακαλλιέργητα εδάφη των εύκρατων περιοχών. Η… … Dictionary of Greek
άγχουσα — (anchusa).Ποώδη, μονοετή ή πολυετή φυτά της οικογένειας των βοραγινιδών. Τα φυτά αυτά φυτρώνουν στην Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική. Από τα 40 είδη, στην Ελλάδα υπάρχουν 13, γνωστά όλα με το κοινό όνομα βοϊδόγλωσσα. Όλα τα είδη έχουν κοινό… … Dictionary of Greek
Κλειτώ — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του Ευήνορα και της Λευκίππης και μητέρα, από τον Ποσειδώνα, του μυθολογικού βασιλιά της Ατλαντίδας, Άβαου. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ήταν κόρη του Άτλαντα. II (6ος αι. π.Χ.). Μητέρα του τραγικού ποιητή Ευριπίδη, που … Dictionary of Greek
σκαβιόζα — Πόα του γένους σκαβιόζα της οικογένειας των Διψακιδών. Τα άνθη της είναι συγκεντρωμένα σε κοινή ανθοδόχη. Η σ. η παράλια ή μελανοπορφυρή, είναι αυτοφυής σχεδόν παντού στην Ελλάδα και γνωστή με το κοινό όνομα μαυρομάτα. Έχει πολυάριθμους απλωτούς… … Dictionary of Greek